- μώψ
- ο ακλ. мопс; бульдог; боксёр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μωψ — (I) το άκλ. ζωοτ. είδος σκυλιού. (II) μώψ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μὴ ὀξυδορκῶν, καθαροὺς δὲ ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. συνδεόμενη πιθ. με το μύωψ] … Dictionary of Greek